Friday, January 18, 2013

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 129


Απόλυση υπό όρο

 1. Με τη λήξη του ημίσεος της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα Κράτησης νέων, η οποία έχει επιβληθεί, το δικαστήριο απολύει τον ανήλικο, κατά τα οριζόμενα παρακάτω. Στην απόφαση για την απόλυση υπό όρο ορίζεται ο χρόνος της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει το υπόλοιπο της ποινής.

 2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του ανηλίκου κατά την έκτιση της ποινής καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης η διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο ανήλικος υποβάλλει αίτηση μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος μόλις συμπληρωθεί η έκτιση του ημίσεος της επιβληθείσας ποινής,«Ο ανήλικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του δικαστηρίου, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθεί από συνήγορο που διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο, ως προς το γνήσιο της υπογραφής, από τον διευθυντή του καταστήματος Κράτησης, δικηγόρο ή τις αρμόδιες αρχές.»

 3. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν από την έκτιση του ημίσεος της ποινής που έχει επιβληθεί, μόνο για σπουδαίους λόγους και εφόσον έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα τρίτο αυτής.

 4. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα Κράτησης νέων για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που έχει επιβληθεί

 5. Στον απολυόμενο μπορεί να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας του υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής, τη διαπαιδαγώγηση ή την παρακολούθηση εγκεκριμένου από το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικές ή άλλες οινοπνευματώδεις ουσίες. Στον αλλοδαπό απολυόμενο μπορεί να διαταχθεί και η απέλασή του στη χώρα από την οποία προέρχεται, εκτός αν η οικογένειά του διαμένει νομίμως στην Ελλάδα ή η απέλασή του είναι ανέφικτη, Αν ο απολυόμενος παραβιάσει τους όρους εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 107.

 6. Αν ο απολυόμενος κατά το χρόνο δοκιμασίας του καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, η απόλυση αίρεται και εφαρμόζεται το άρθρο 132,

 7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας τον οποίο όρισε η απόφαση χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.

 8. Αρμόδιο για την απόλυση του ανηλίκου και την ανάκληση της υπό όρο απόλυσης είναι το Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων στο Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα Κράτησης νέων.

 9. Αν ανήλικος κατά τη διάρκεια του περιορισμού του σε ειδικό κατάστημα Κράτησης νέων για έγκλημα του άρθρου 5 του Ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ή για έγκλημα που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, παρακολούθησε επιτυχώς εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα και υπάρχει δήλωση από τον υπεύθυνο αναγνωρισμένου προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης ότι γίνεται δεκτός σε αυτό, η παρακολούθηση αυτή συνιστά σπουδαίο λόγο για πρόωρη απόλυση υπό όρο με την έννοια της παραγράφου 3. Οι υπεύθυνοι του εκτός καταστήματος προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν ανά δίμηνο τη δικαστική αρχή για τη συνεπή παρακολούθηση του προγράμματος από τον εν λόγω ανήλικο ή για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και χωρίς καθυστέρηση για την αδικαιολόγητη διακοπή της παρακολούθησής του. Στην περίπτωση διακοπής ανακαλείται η υπό όρο απόλυση.

 10. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν γίνει δεκτή,νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο μήνες από την απόρριψη, εκτός αν υπάρξουν νέα στοιχεία.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 128


Πταίσματα ανηλίκων

 Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος συνιστά πταίσμα, εφαρμόζονται μόνο τα αναμορφωτικά μέτρα υπό στοιχεία α`, β` και ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 122.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 127


Ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι

 1. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος, θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας, στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή τελείται κατ` επάγγελμα ή κατ` εξακολούθηση. Η απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή, λαμβανομένων κατά περίπτωση υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.

 2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 54.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 126


Ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι

 1. Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε αυτόν.
 2. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.

  3. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, εκτός αν κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί ποινικός σωφρονισμός κατά το επόμενο άρθρο.
 

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 125


Διάρκεια μέτρων

 1. Τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε το δικαστήριο παύουν αυτοδικαίως, όταν ο ανήλικος συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας. Το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τα μέτρα, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου.

 2, Τα θεραπευτικά μέτρα επιτρέπεται να παραταθούν και μετά το δέκατο όγδοο έτος, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 124


Μεταβολή ή άρση μέτρων

 1. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε με άλλα, αν το κρίνει αναγκαίο. Αν τα μέτρα εκπλήρωσαν το σκοπό τους, τα αίρει

 2. Το ίδιο μπορεί να πράξει και για τα θεραπευτικά μέτρα, ύστερα από γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2.

 3, Το δικαστήριο αντικαθιστά τα αναμορφωτικά μέτρα με θεραπευτικά, ύστερα από γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 2.

 4. Η συνδρομή των προϋποθέσεων αντικατάστασης ή άρσης των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ελέγχεται από το δικαστήριο το αργότερο μετά την πάροδο ενός έτους από την επιβολή τους.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 123


Θεραπευτικά μέτρα

 1. Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν πάσχει από ψυχική ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή από οργανική νόσο ή κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη, το δικαστήριο διατάσσει: α) την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, στους επιτρόπους του ή στην ανάδοχη οικογένεια, β) την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε επιμελητές ανηλίκων, γ) την παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο και δ) την παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` ή β` σε συνδυασμό με το μέτρο που προβλέπεται στην περίπτωση γ`.

 2. Τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά περίπτωση υπάγονται σε Μονάδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα.

 3. Αν ο ανήλικος είναι χρήστης ναρκωτικών και αν η χρήση του έχει γίνει έξη και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, το δικαστήριο πριν επιβάλει θεραπευτικά μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάσσει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη και εργαστηριακή εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Ν. 1729/1987."

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 122


Αναμορφωτικά μέτρα

 1. Αναμορφωτικά μέτρα είναι: α) η επίπληξη του ανηλίκου, β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του, γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων, ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ` άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, ζ) η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο, η) η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς, θ) η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης, ι) η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής,ια) η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και ιβ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.

 2. Σε κάθε περίπτωση ως πρόσθετο αναμορφωτικό μέτρο μπορεί να επιβληθούν επιπλέον υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή τη διαπαιδαγώγησή του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν δύο ή περισσότερα από τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` έως και ια` της προηγούμενης παραγράφου.

 3. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται η μέγιστη διάρκεια του αναμορφωτικού μέτρου."

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 121


Ορισμοί

 1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων.

 2. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 120


Ανάκληση της έγκλησης

         1.  Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει, με τους όρους που ορίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
 
         2.  Η  ανάκληση  που  έγινε  για έναν από τους συμμετόχους της πράξης  έχει  συνέπεια  την  παύση  της   ποινικής  δίωξης   και   των    υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.

         3.  Η  ανάκληση   δεν   έχει   κανένα   αποτέλεσμα   για   τον κατηγορούμενο που  δηλώνει προς  την  αρχή  ότι  δεν  την  αποδέχεται.  Μετά  την Ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 119


Αδιαίρετο της έγκλησης

         Η  ποινική  δίωξη  ασκείται εναντίον  όλων των  συμμετόχων του εγκλήματος, και αν ακόμη η έγκληση που υποβλήθηκε  στρέφεται  εναντίον ενός από αυτούς.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 118


Πρόσωπα που έχουν δικαίωμα για έγκληση

         1. Το δικαίωμα  της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη.
   
         2. Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική απαγόρευση, το  δικαίωμα  της  έγκλησης  έχει  ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν και ο παθών και ο νόμιμος αντιπρόσωπος του, και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών.

         3.  Αν  δύο  ή  περισσότεροι  έχουν  δικαίωμα της έγκλησης, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον καθένα.

         4.  Μετά  το  θάνατο  του  παθόντος,  το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται  στο  σύζυγο  που  ζει  και στα τέκνα του,  και  αν  δεν έχει σύζυγο και τέκνα, στους γονείς του.

         5.   Για  τις  αξιόποινες  πράξεις  που  έγιναν  εναντίον  του    Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την προεδρική εξουσία, αν  οι  πράξεις  διώκονται  με έγκληση,  η  δίωξη  γίνεται  με  αίτηση του Υπουργού  της Δικαιοσύνης.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 117


Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης

         1.  Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης,  το  αξιόποινο  εξαλείφεται  αν  ο  δικαιούχος  δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για  την  πράξη  που τελέστηκε και για το πρόσωπό που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της.

         2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή  δήλωση  του  δικαιούχου  της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 116


Αναστολή της παραγραφής των ποινών

         Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται:  α)  για  τόσο  χρόνο σύμφωνα  με  το  νόμο,  δεν  μπορεί  να αρχίσει ή να εξακολουθήσει την εκτέλεση της ποινής β) για όσο χρόνο, σύμφωνα με  το  άρθρο  99,  έχει ανασταλεί  η  εκτέλεση  ή  έχει  επιτραπεί  η  καταβολή  με δόσεις της χρηματικής ποινής ή του προστίμου που επιβλήθηκε και γ) για όσο  χρόνο διαρκεί η εκτέλεση κάποιου από τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 71 και 72.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 115


Έναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών

         Η  παραγραφή  αρχίζει  από  την  ημέρα  που  η  απόφαση  έγινε αμετάκλητη.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 114


Χρόνος παραγραφής των ποινών που επιβλήθηκαν

         Οι   ποινές   που   επιβλήθηκαν   αμετακλήτως,   αν    έμειναν ανεκτέλεστες,  παραγράφονται:
α)  η  ποινή  του  θανάτου και η ισόβια Κάθειρξη μετά τριάντα έτη
β) ο  περιορισμός  σε  ψυχιατρικό  κατάστημα  (άρθρο  38)  και η Κάθειρξη μετά είκοσι έτη
γ) η Φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα Κράτησης νέων      (άρθρο 54) μετά δέκα έτη. και
δ) κάθε άλλη μικρότερη ποινή μετά δύο έτη.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 113


Αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων

 1) Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη.

  2) Επίσης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση.

 3) Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και έναν χρόνο για τα πταίσματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει οσάκις η αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ` εφαρμογή των άρθρων 30 παρ. 2 και 59 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

  4) Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή.

  5) Για εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής, κατ` εφαρμογή του παρόντος και των δύο προηγουμένων άρθρων, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να τη διατάσσει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών ο αρμόδιος εισαγγελέα πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο".

 6) Η προθεσμία παραγραφής των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 323Α, 324, 336, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 347, 348, 348Α, 349, 351, 351 Α, όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκων, αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και για τρία έτη μετά, εφόσον πρόκειται για κακούργημα.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 112



Έναρξη του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων

         Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη  "εκτός αν ορίζεται άλλως".

                 

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 111


Χρόνος παραγραφής των εγκλημάτων

         1.Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.

         2. Τα κακουργήματα παραγράφονται: α) μετά  είκοσι  έτη,  αν  ο νόμος  προβλέπει   γι  αυτά  την  ποινή  του  θανάτου  ή  της  ισόβιας    Κάθειρξης β) μετά δέκα πέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση.

         3. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.

         4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά δύο έτη.

         5. Οι   ανωτέρω   προθεσμίες   υπολογίζονται  κατά  το  ισχύον ημερολόγιο.

         6.  Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ` αυτές.

   

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 110Α


 1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός, καθώς και από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%)  ή από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου.

   2. Η διακρίβωση της προϋποθέσεως της παραγράφου 1 γίνεται  μετά  από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η διαδικασία της κοθορίζονται με κοινή  απόφαση  των  Υπουργών  Δικαιοσύνης  και  Υγείας,  Πρόνοιας  και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

   3.  Η απόλυση υπά όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικά Μητρώο του καταδίκου και χορηγείται μόνο μια φορά.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 110


Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης

         1. Για τη χορήγηση  και  την  ανάκληση  της  απόλυσης υπό  όρο αποφασίζει  το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής.Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του συμβουλίου και μπορεί, αφού λάβει γνώση, μέσω του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, της πρότασης του εισαγγελέα, να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν όμως το συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιον του εμφάνιση του καταδίκου.


         2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρο 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο.


         3. Για την ανάκληση αποφασίζει το  ίδιο  δικαστικό  συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε.

         4. Η  εποπτεία  αυτή  μπορεί  να  ανατεθεί  και  σε   εταιρεία προστασίας των αποφυλακιζομένων.

         5. Σε  περίπτωση   επείγουσας   ανάγκης,   για   να  προληφθεί κίνδυνος  της   δημόσιας  τάξης   ο  εισαγγελέας  πλημμελειοδικών  του τόπου  διαμονής  εκείνου  που   απολύθηκε   μπορεί  να   διατάξει  την προσωρινή  σύλληψή του ύστερα από την  οποία προκαλείται αμέσως με  τη νόμιμη  διαδικασία  η  απόφαση  για   την   ανάκληση.   Σε   περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε την ημέρα της σύλληψης.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 109


Συνέπειες της μη ανάκλησης

         Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της  ποινής  το οποίο  υπολειπόταν  για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η  ποινή θεωρείται  ότι εκτίθηκε.  Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκλησή της.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 108


Άρση της απόλυσης

     Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή Φυλάκισης ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 107


Ανάκληση της απόλυσης

            1. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση.

            2. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 106Α

Το άρθρο 106Α καταργήθηκε

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 106


Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης
     
        1.  Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική  αιτιολογία  ότι  η  διαγωγή  του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του  για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ.  1 του άρθρου 106 του ν. 1492/1950 "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα".

         2. Στον απολυόμενο μπορούν   να   επιβληθούν  ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως  τον  τόπο διαμονής  του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου.

       3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και  4  του  άρθρου  100Α εφαρμόζονται  αναλόγως.

     

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 105


Κατάδικοι που δικαιούνται να απολυθούν

  1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει :
  α) προκειμένου για Φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους,
  β) προκειμένου για πρόσκαιρη Κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους,
  γ) προκειμένου για ισόβια Κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι έτη.
Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
 
  2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια Κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι έτη."Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής.Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες.Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 105 του ν. 1492/1950 "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα.

  3. Σε ποινές Φυλάκισης που δεν έχουν μετατραπεί, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτών, το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου Κράτησης μετατρέπει το επόμενο ένα πέμπτο αυτών σε χρηματική ποινή και διατάσσει την απόλυση του κρατουμένου, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Κατά της απόφασης ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι ο κατάδικος βρίσκεται σε απόλυτη οικονομική αδυναμία να καταβάλει τη χρηματική ποινή, τη μετατρέπει σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 82. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 6 έως 8 του άρθρου 82.

                                 
 4 . Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.

 

 5. Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά τη λήξη του μέτρου αυτού.Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας.


   6. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές Κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας Κάθειρξης, δεκαέξι έτη.Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας Κάθειρξης, των δεκαέξι ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη.(Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, για την εφαρμογή του άρθρου 129, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται ευεργετικά, η απόλυση υπό όρο όμως δεν μπορεί να χορηγηθεί, αν ο κατάδικος δεν έχει παραμείνει σε σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα του ελάχιστου ορίου που του έχει οριστεί). Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του ν.2058/1952.Επίσης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της παραγράφου 1 του άρθρου 299, εφόσον η πράξη τελέσθηκε εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του.

7. Κάθε ημέρα παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση και από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και: α) για κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή ποσοστό αναπηρίας είναι 80% και άνω, β) για τις κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους. Για τον ευεργετικό υπολογισμό αποφασίζει ο κατά το Σωφρονιστικό Κώδικα αρμόδιος δικαστικός λειτουργός, μετά από αίτηση του κρατουμένου και πρόταση του Συμβουλίου Εργασίας Κρατουμένων. Η παρ. 3 του άρθρου 46 του ν. 2776/1999, ως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως για τα πειθαρχικά παραπτώματα των πιο πάνω κρατουμένων.

 

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 104


Δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές

         1. Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασμένο  από την  πληρωμή  των  δικαστικών εξόδων και την αστική αποζημίωση και την χρηματική ικανοποίηση.

         2. Οι   παρεπόμενες  της  ποινής  στερήσεις  δικαιωμάτων και ανικανότητες  αναστέλλονται  και εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή.Αν  πρόκειται όμως για στερήσεις ή  ανικανότητες  σε  βάρος   δημοσίων υπαλλήλων  (άρθρο  263),  το  δικαστήριο  μπορεί  να  διατάξει  να μην ανασταλούν.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 103


Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης

         Αν  η  καταδίκη που ορίζουν τα άρθρα 99, 101 και 102 επήλθε με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου η ενέργειά της όσον αφορά  τη  χορήγηση, την  ανάκληση  ή  την  άρση  της αναστολής σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 102


Άρση της αναστολής

         1.  Αν  κατά  το   διάστημα  της  αναστολής  ο  καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, η  αναστολή αίρεται  μόλις  καταστεί  αμετάκλητη  η  νέα  καταδίκη.   Η  ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά  την  ποινή που  είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη  το  δικαστήριο  με  την  ίδια  απόφαση  ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.

         2.  Αν  η  αναστολή  δεν  αρθεί  σύμφωνα  με τα ανωτέρω ή  δεν ανακληθεί σύμφωνα με  τις διατάξεις  του  άρθρου 101, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.


Wednesday, January 16, 2013

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 101

Ανάκληση της αναστολής

         1.Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής,  αλλά  κατά  τη  διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως  σε  στερητική  της  ελευθερίας  ποινή  για κάποια από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την αναστολή που χορηγήθηκε.
 
         2.  Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μία καταδίκη για κάποια από τις πράξεις αυτές που τελέστηκε  πριν  από  τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε. Η  ποινή  που  είχε  ανασταλεί  εκτελείται  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1, εκτός αν το  δικαστήριο, απαγγέλοντας  τη  νέα  καταδίκη,  ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη.  Το ίδιο  ισχύει  και  αν  μετά  την πάροδο του χρόνου της αναστολής επακολούθησε καταδίκη ή άρχισε ποινική δίωξη  για πράξη που είχε τελεστεί πριν από την αναστολή, αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την πράξη αυτή.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 100Α


Αναστολή υπό επιτήρηση

Το άρθρο 100Α καταργήθηκε

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 100


Αναστολή σε ποινές άνω των τριών ετών.Αναστολή υπό επιτήρηση

 1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή Φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη «και μέχρι πέντε έτη» και συντρέχει στο πρόσωπο του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παράγραφος 1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.

 2. Η επιμέλεια και επιτήρηση από τον επιμελητή κοινωνικής αρωγής περιλαμβάνει εβδομαδιαίες συνεδρίες με τον καταδικασμένο, ατομικά ή μαζί με άλλους καταδικασμένους για ανάλογα εγκλήματα, στο πλαίσιο των οποίων επιχειρείται η συνειδητοποίηση της βαρύτητας των πράξεων που τέλεσε, η ανάδειξη των συνεπειών τους, η αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν στο έγκλημα αλλά και των προτάσεων για τη μη επανάληψη του. Στα καθήκοντα του επιμελητή ανήκει επίσης η επίβλεψη για την εκπλήρωση των όρων που επιβάλλει το δικαστήριο και η υποβολή ανά εξάμηνο σχετικής έκθεσης στον αρμόδιο εισαγγελέα. Με τον ίδιο τρόπο αναφέρει αμέσως κάθε σοβαρή παραβίαση των όρων που έχουν τεθεί στον καταδικασμένο.

 3. Το δικαστήριο με την απόφαση για Αναστολή υπό επιτήρηση, γνωστοποιεί σε εκείνον που καταδικάστηκε τους όρους υπό τους οποίους του παρέχεται, και οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μπορεί να είναι: α) Η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης, β) Η υποχρέωση του καταδικασμένου να εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένει, γ) Η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος, αν η πράξη συνιστά σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, δ) Η απαγόρευση απομάκρυνσης του καταδικασμένου χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης, που πρέπει να είναι έγγραφη και προσωρινής ισχύος, χορηγείται στον καταδικασμένο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του επιμελητή κοινωνικής αρωγής, αποκλειστικά για λόγους εργασίας, σπουδών, υγείας ή οικογενειακούς, ε) Η αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εκτός αν έχει χορηγηθεί και στην περίπτωση αυτή, κατά τα αναφερόμενα υπό το στοιχείο δ`, άδεια εξόδου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα. στ) Η απαγόρευση προσέγγισης ή επικοινωνίας με ορισμένα πρόσωπα, ζ) Η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασμένου για διατροφή ή επιμέλεια προς άλλα πρόσωπα, η) Η υποβολή του καταδικασμένου σε θεραπεία ή ειδική μεταχείριση και η διαμονή αυτού σε ορισμένο ίδρυμα, θ) Η προσφορά ποσού, ύψους μέχρι δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ σε κοινωφελές ίδρυμα. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την προηγούμενη καταβολή των δικαστικών εξόδων.

 4. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής αυτός που καταδικάστηκε παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί και την υποχρέωση συμμετοχής στις συνεδρίες που οργανώνει ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα, κρίνει αν πρέπει να διατάξει την ανάκληση της αναστολής. Αν το δικαστήριο αυτό είναι μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές και πενταμελές εφετείο αντίστοιχα. Η άρση της αναστολής διατάσσεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβιάσεις είναι σε αριθμό και σοβαρότητα τόσο σημαντικές, ώστε να απαιτείται πλέον η έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να αποτραπεί ο καταδικασμένος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.

 5. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο, μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή εκείνου που καταδικάστηκε, μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση των όρων, τη σύντμηση ή επιμήκυνση του χρόνου επιτήρησης ή και την πλήρη κατάργηση της επιτήρησης με παράλληλη διατήρηση της αναστολής της ποινής, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη διαγωγή του καταδικασμένου κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής. Νέα αίτηση του καταδικασμένου μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο εξαμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης".


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 99


Ποινές που αναστέλλονται και διάρκεια της αναστολής.

1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την προηγούμενη καταβολή των δικαστικών εξόδων.

                         
    2. Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο,καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ` αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής  κατά παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρων 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση. Η αναστολή και η απέλαση δεν κωλύονται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
     Η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί."

     3. Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται"." Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής.""Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη του κατά το άρθρο 74 παράγραφος 3 τριμελούς συμβουλίου."

    4. Ο αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί  να  εισέλθει  παράνομα  στη  χώρα,  τιμωρείται   με   ποινή φυλακίσεως  τουλάχιστο  δύο  ετών,  η οποία δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή.

   5. Αν ο αλλοδαπός έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ποινή του και η απέλασή του που έχει διαταχθεί με δικαστική απόφαση δεν είναι δυνατή, η απέλαση αναστέλλεται με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα που εποπτεύει το οικείο κατάστημα Κράτησης και όπου αυτός δεν υπάρχει του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής. Κατά τη χορήγηση της αναστολής το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 100Α ή ορισμένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγησή της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 98


Έγκλημα κατ` εξακολούθηση

    1. Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου  προσώπου  συνιστούν εξακολούθηση  του  ίδιου  εγκλήματος,  το  δικαστήριο  μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει  μία  και  μόνο ποινή. Για  την  επιμέτρησή  της  το  δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων.

   2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ`εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 97


 Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής

         Οι  διατάξεις των άρθρων 94 παρ.  1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή  χαριστεί η  ποινή  που  του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 96


Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα

         1.   Αν  συντρέχουν  περισσότερες  από μία Χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους,   επαυξημένη   ανάλογα   με   τους   οικονομικούς   όρους    του καταδικασμένου.  Η  επαύξηση  αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του  αθροίσματος  των  υπόλοιπων  ποινών  που   συντρέχουν.    Αν   οι συντρέχουσες  ποινές  είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ` αυτές.

         2.  Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ` αυτό το άρθρο.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 95


Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές κλπ.

         Οι παρεπόμενες ποινές (άρθρα 59-64)  και  τα  μέτρα  ασφάλειας (άρθρα  71-76)  επιβάλλονται  ή μπορούν επιβληθούν μαζί με τη συνολική ποινή, αν και εφόσον το ορίζει ο νόμος για ένα από  τα  εγκλήματα  που συρρέουν.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 94


Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών

         1.   Κατά  του  υπαιτίου  δύο  ή  περισσότερων  εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και  τιμωρούνται  κατά  το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την  επιμέτρησή  τους  συνολική  ποινή,  η  οποία  αποτελείται  από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη.  Αν  οι  συντρέχουσες ποινές  είναι  του  ίδιου  είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ` αυτές.  Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν  μπορεί  να  είναι κατώτερη  από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι Κάθειρξη  έως  δέκα  έτη και  γ)  δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι Κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη.  Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4  του αθροίσματος  των  άλλων  συντρεχουσών  ποινών,  ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για Κάθειρξη, τα δέκα έτη  όταν  πρόκειται  για  Φυλάκιση,  και  τους  έξι  μήνες  όταν πρόκειται για Κράτηση.

         2.   Αν  τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα  τη  βαρύτερη  από  τις  συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

         3.  Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο,  ή  επήλθε  παραγραφή  ή  αφέθηκε  οπωσδήποτε  η ποινή, για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και  των  οποίων  οι  ποινές προσμετρήθηκαν   κατά   τις  διατάξεις  των  προηγούμενων  παραγράφων, εξακολουθεί  η  εκτέλεση  των  υπόλοιπων  ποινών  και,  αν   συντρέχει περίπτωση,   ο   εισαγγελέας   προκαλεί  νέα  προσμέτρηση  γι`  αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 93


Υπότροποι εγκληματίες από αμέλεια

         Οι διατάξεις του άρθρου  89  παρ.  1  εφαρμόζονται  επίσης  σε περίπτωση  καταδίκης  σε  στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 6 μηνών για πλημμέλημα από αμέλεια, αν ο υπαίτιος μέσα σε  πέντε  χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης διαπράξει το ίδιο ή συγγενές πλημμέλημα από αμέλεια.


Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 92


Εγκληματίες καθ` έξη ανεξάρτητα από την περίπτωση υποτροπής

         Ανεξάρτητα  από  την ύπαρξη υποτροπής, οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ.   1  εφαρμόζονται  και  στους  εγκληματίες  καθ`  έξη  ή  κατ` επάγγελμα.  Αν μάλιστα αυτοί είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και η ποινή που πρέπει να επιβληθεί για την πράξη ή  τις  πράξεις  που τελέστηκαν  είναι  πρόσκαιρη  Κάθειρξη,  μπορεί  να επιβληθεί Κάθειρξη αόριστης διάρκειας.  Το ελάχιστο όριο  διάρκειάς  της  δεν  μπορεί  να είναι  κατώτερο  από  το μισό του ανώτατου ορίου της ποινής στην οποία υπόκειται ο δράστης.  Κατά  τα λοιπά  εφαρμόζονται  οι  διατάξεις  των άρθρων 90 και 91.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 91


Λήξη της αόριστης Κάθειρξης

         1.   Μετά  τη  λήξη του ελάχιστου ορίου της Κάθειρξης το οποίο ορίστηκε στην απόφαση σύμφωνα με το  προηγούμενο  άρθρ.  παρ.  1,  και ακολούθως  κάθε  τρία  έτη,  εξετάζεται είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως αν μπορεί ν` απολυθεί. Η απόλυση διατάσσεται αν ο κρατούμενος δείξει κατά το διάστημα της παραμονής του  στις  φυλακές καλή  διαγωγή, η οποία παρέχει την προσδοκία ότι δε θα υποπέσει σε νέο έγκλημα. Για το θέμα αυτό αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή, ύστερα από  γνωμοδότηση της διεύθυνσης του καταστήματος.

         2.   Η απόλυση είναι πάντοτε υπό όρο: μπορεί να ανακληθεί κατά τους όρους του άρθρου 107 παρ. 1 και γίνεται οριστική αν μέσα  σε  μία πενταετία  δεν  ανακληθεί.   Για  την ανάκληση εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 3, 4, 5.

         3.  Πάντως η  παραμονή  στις  φυλακές  του  καταδικασμένου  σε αόριστη  Κάθειρξη  δεν  μπορεί  να  διαρκέσει,  ύστερα από τη λήξη του ελάχιστου ορίου που ορίζεται στην απόφαση, παραπάνω από δεκαπέντε  έτη αν  πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και παραπάνω από είκοσι έτη στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

         4. Αν συντρέξει περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97 στ.  α,  το δικαστήριο προσδιορίζει ξανά το ελάχιστο όριο της ποινής που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1, επαυξάνοντάς το κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 94 παρ. 1.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 90


 Καθ` έξη υπότροποι εγκληματίες

         1.  Αν  κάποιος,  παρά  το  ότι τιμωρήθηκε επανειλημμένα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές για κακουργήματα ή πλημμελήματα  που  πηγάζουν από  δόλο,  με  ποινές  στερητικές της ελευθερίας η μία από τις οποίες ήταν τουλάχιστον Κάθειρξη, διαπράξει νέο κακούργημα ή  πλημμέλημα  από δόλο το οποίο σε συνδυασμό με τις προηγούμενες πράξεις αποδεικνύει ότι είναι εγκληματίας καθ` έξη ή κατ` επάγγελμα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια,  το  δικαστήριο,  όταν  η ποινή που πρέπει να επιβληθεί κατά τους όρους του  προηγούμενου  άρθρου  είναι  πρόσκαιρη  Κάθειρξη,  του επιβάλλει  Κάθειρξη  αόριστης  διάρκειας. Η  ποινή  αυτή  εκτίεται  σε ιδιαίτερα καταστήματα  ή  σε  ιδιαίτερα  τμήματα  των  φυλακών.   Στην απόφαση  καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας της Κάθειρξης, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο  από  τα  δύο  τρίτα  του  κατά  το προηγούμενο άρθρο ανώτατου ορίου της ποινής.

         2.  Ποινές στερητικές της ελευθερίας οι οποίες επιβλήθηκαν για πράξη που συνιστά κατά τους ελληνικούς νόμους κακούργημα ή  πλημμέλημα από  δόλο  και  οι  οποίες  εκτίθηκαν  ολικά  ή  μερικά στην αλλοδαπή, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εφαρμοστεί η  ανωτέρω  ποινή  με  την Κάθειρξη  εξομοιώνεται  η κατά την ξένη  νομοθεσία  ποινή στέρησης της ελευθερίας που με βάση το περιεχόμενό της  ανταποκρίνεται  περισσότερο στην Κάθειρξη.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 89


Ποινή της υποτροπής

         1.  Σε περίπτωση υποτροπής η ποινή  που  προβλέπεται  για  την πράξη  επιβαρύνεται  και  μπορεί  να  ξεπεράσει  το  ανώτατο  όριο που ορίζεται στο νόμο και να φτάσει έως το ανώτατο  όριο  του  είδους  της επιβαλλόμενης   ποινής.    Αν  στο  νόμο  ορίζεται  διαζευκτικά  ποινή στερητική της ελευθερίας ή  χρηματική,  επιβάλλεται πάντοτε  η  πρώτη, επιβαρυνόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο.

         2.  Σε  περίπτωση  τρίτης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, αν για την πράξη απειλείται ποινή  Φυλάκισης,  της  οποίας  το  ανώτατο  όριο ξεπερνά το ένα έτος, επιβάλλεται Φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών.

         3.  Σε  περίπτωση  μετατροπής  της  ποινής  Φυλάκισης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με αυτό το άρθρο, το ποσό της μετατροπής δεν  μπορεί να  είναι  κατώτερο  από: α) το διπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στην πρώτη υποτροπή β) το τριπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής στη  δεύτερη  υποτροπή  και  γ)  το  πενταπλάσιο  του κατώτατου ορίου του ποσού μετατροπής σε κάθε περαιτέρω υποτροπή.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 88


 Υποτροπή

         1.    Όποιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας που ξεπερνά τους έξι  μήνες και   μέσα   σε   πέντε  χρόνια  από  τη  δημοσίευση  της  αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα,  και  σε 10 χρόνια, αν είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή πλημμέλημα  από  δόλο  για  το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή Φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή.

         2.   Για  τον  υπολογισμό  της  πενταετίας  ή  δεκαετίας   δεν λαμβάνεται  υπόψη  ο  χρόνος πραγματικής έκτισης ποινής στερητικής της ελευθερίας  ή  μέτρου  ασφάλειας  σε  φυλακή  ή  άλλο  σωφρονιστικό  ή θεραπευτικό  κατάστημα  ή  ίδρυμα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι φυγόποινος.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 87


Υπολογισμός του χρόνου προσωρινής Κράτησης

         1.    Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή και αφού οριστεί η διάρκειά της, αφαιρείται ο χρόνος  της  προσωρινής  Κράτησης του  καταδικασμένου  την  οποία  διέταξε  ανακριτική αρχή οποιασδήποτε δικαιοδοσίας. Επίσης αφαιρείται ο χρόνος που κρατήθηκε από  τη σύλληψη έως την προσωρινή κράτησή του.

         2.   Στην  περίπτωση  συρροής  εγκλημάτων  που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την ποινή  που επιβλήθηκε για κάποιο  από αυτά ο χρόνος της  προσωρινής  Κράτησης που διατάχθηκε  για  οποιοδήποτε  από  αυτά. Επίσης αφαιρείται και  ο χρόνος της Κράτησης που προβλέπει το εδάφιο 1 αυτού του άρθρου,  ακόμη  και  όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασμένο αθώο για  το έγκλημα για το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινά.

         3.  Επίσης αφαιρείται ο χρόνος παραμονής του κατηγορουμένου σε ψυχιατρείο (άρθρο 200 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

         4. Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση  των  δικαστικών  αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή το χρόνο Φυλάκισης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που έγινε αμετάκλητη.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 86


Επιβολή θανατικής ποινής


   Το άρθρο 86 Καταργήθηκε.
 

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 85


Συρροή λόγων μείωσης της ποινής

          Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής  κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με Ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο  84),  εφαρμόζεται  μόνο μία  φορά  η  μείωση  της  ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται  υπόψη  όλοι  οι  πιο πάνω λόγοι και Ελαφρυντικές περιστάσεις.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 84


Ελαφρυντικές περιστάσεις

         1.  Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο  που  προβλέπει  το προηγούμενο  άρθρο  και  στις περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν Ελαφρυντικές περιστάσεις.

         2.  Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως:  α)  το  ότι  ο υπαίτιος  έζησε  ως  το  χρόνο  που  έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή β)  το  ότι  στην πράξη  του  ωθήθηκε  από  όχι  ταπεινά  αίτια  ή  από  μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής Απειλής ή  υπό  την  επιβολή  του προσώπου  στο  οποίο  αυτός  οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης γ)  το  ότι  στην  πράξη  του  ωθήθηκε  από  ανάρμοστη συμπεριφορά  του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον  του  πράξη  δ)  το  ότι  επέδειξε  ειλικρινή μετάνοια  και  επιδίωξε  να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά  για  σχετικά  μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Ποινικός Κώδικας - Άρθρο 83


 Λόγοι μείωσης της ποινής

     Όπου  στο  γενικό  μέρος  προβλέπεται  ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής: α) Αντί για την ποινή του θανάτου  ή  της  ισόβιας  Κάθειρξης επιβάλλεται  πρόσκαιρη  Κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών β) αντί για την ποινή της Κάθειρξης πάνω από δέκα ετών επιβάλλεται Κάθειρξη έως δώδεκα ετών ή Φυλάκιση τουλάχιστον  δύο  ετών  γ)  αντί  για  την  ποινή  της Κάθειρξης  έως  δέκα ετών επιβάλλεται Κάθειρξη έως έξι ετών ή Φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο  δικαστής  μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής ε) εάν ο νόμος  προβλέπει  αθροιστικά  ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή  χρηματική, μπορεί να επιβληθεί και μόνο αυτή η τελευταία.